Monday, August 24, 2020

reset


δεν είχε ούτε φωνή ούτε ανάσα και η μπάλα απο ύφασμα την έπνιγε

ένιωσε γόνατα πάνω στο στήθος της
κάτι της έσφιγγε το λαιμό
γυρισμένη στο αριστερό της πλευρό και της τσάκιζαν τώρα το υπογάστριο
το φιμωτρο της έφερνε εμετό αλλά δεν μπορούσε να βγάλει τον εμετό απο το στόμα της οπότε τον κατάπινε
της κρατούσαν τα χέρια κάτω και ταυτόχρονα της τα έστριβαν
και ο πόνος ήταν χειρότερος απ’ όσο ποτέ φανταζόταν πως μπορεί να είναι
“σας παρακαλώ” σκέφτηκε 
“όχι το αριστερό μου χέρι γιατί πως θα του γράψω…”

ξερνούσε και ο εμετός έτρεχε πάνω στο λαιμό της μέσα απο την κουκούλα που της είχαν φορέσει
“τώρα σταματάτε, με ακούτε;” άλλη μια τρομερή κλωτσιά στο υπογάστριο
“θέλετε κι άλλη τιμωρία;"
“δεν θα κάνετε άλλες κακές ερωτήσεις, θα πάτε σπίτι και θα είστε καλό παιδί, με ακούτε;”
άλλη μια κλωτσιά την έκανε να εμπεδώσει το μάθημά της
άκουσε την πόρτα να κλέίνει
ήταν μόνη στο πάτωμα μέσα στην σκοτεινιά και τον εμετό της γυρισμένη στο πλάι με τα πόδια στο πιγούνι και τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα
και το κεφάλι της να φλέγεται απο ηλεκτρικούς πόνους που της έσκιζαν ολόκληρο το κορμί
ήταν ξαπλωμένη υποφέροντας φρικτά
και επιθεωρούσε τα διαλυμένα της στρατεύματα
τα πόδια τα καλάμια τα γόνατα τα χέρια τις παλάμες  την καρδιά το υπογάστριο το στομάχι της
και βεβαιώθηκε πως ήταν όλα παρόντα
έστω κι αν δεν ήταν σε άψογη κατάσταση
κουνήθηκε μέσα στα δεσμά της και είχε μια αίσθηση λες και κυλιόταν σε αναμμένα κάρβουνα
έμεινε ξανά ακίνητη και μία τρομερή αίσθηση ικανοποίησης άρχισε να την κατακλύζει και να απλώνεται μέσα της σα νικητήρια αίσθηση αυτογνωσίας
μου τα έκαναν όλα αυτά αλλά εγώ παραμένω αυτή που είμαι, είμαι σκληρή
είμαι ικανή
μέσα μου υπάρχει ένας άνθρωπος ανέγγιχτος
αν ξαναγυρνούσαν τώρα και μου έκαναν τα ίδια απο την αρχή
και πάλι δεν θα κατάφερναν να πλήξουν αυτόν τον ανέγγιχτο άνθρωπο
πέρασα τις εξετάσεις που μια ζωή έτρεμα
είμαι μία τελειόφοιτη του πόνου
και τότε είτε ο πόνος καταλάγιασε είτε η ίδια η φύση έσπευσε να την βοηθήσει
γιατί αποκοιμήθηκε με το στόμα κλεισμένο σφιχτά
αναπνέοντας απ’ τη μύτη
μέσα στην κατάμαυρη βρομερή μουχλιασμένη νύχτα της κουκούλας της.

τώρα δεν έλειπε πια κάτι
τώρα ήταν η αρχή.

Monday, July 6, 2020

future ft K

με ρωτάς συχνά με τα μάτια γουρλωμένα και σπαρακτικά, κυρίως όταν δεν είμαι παρούσα, αυτό το μεγάλο γιατί που ποτέ δεν ικανοποιείται
-όπως εγώ-
και τα καλοκαιρινά μοναχικά απογεύματα υπερέντασης και φρίκης 
κολλάνε στο δέρμα περιμένοντας το παραμικρό σάλεμα του αέρα να αποκαλύψει κάτι
-στο μεταξύ, δεν είναι ακριβώς παράλογο αλλά το αεράκι στο ιδρωμένο δέρμα αφήνει πάντα στους ώμους και τα πλευρά μου, μια ασήκωτη κούραση, σχεδόν συνειρμική, 
κοιτάω τα πόδια μου ψάχνω τις ρίγες αλλά τα βλέπω γυμνά-

ο ήλιος δεν σταματά να με ξεζουμίζει και γω ολόστεγνη
συνεχίζω να λιώνω με έναν επίσης όχι τόσο παράδοξο τρόπο,
θυμίζει κάτι απ' την οικογένεια αυτη η καλοκαιρινή συνθήκη αδιάκοπης προσφοράς
θυσία στο θεό ήλιο θα 'ναι, 
τί να πω
τί να σου πω,
έχεις ένα γιατί που μου προκαλεί γέλια              
   (γέλια κλάματα άγχος φρίκη ηδονή ένα είναι όλα )
ενώ έχω ένα γιατί που σε κάνει να βάζεις την καρέκλα μπροστά στο ντουλάπι που κατοικώ στην κουζίνα σου, να μην ανοίγει η πόρτα
είναι σαν την κολλητική ταινία που βάλαμε στο ρολό του παντζουριού 
όταν καταλάβαμε πως απο κει βγαίνουν οι κατσαρίδες οι άτιμες
και πια βλέπουμε καμιά κεραία κολλημένη για λίγο
και μετά εξαφάνιση

και ας ξέρω ο τοίχος είναι γεμάτος με δαυτες
τουλάχιστον δεν με περιμένει καθισμένη καμία στον πάγκο 
όταν πάω να φτιάξω καφέ ή να πιω νερό

είναι ό,τι κοντινότερο μου συμβαίνει
για να εξηγήσω πως φέρεσαι

χαμογελάς στην καρέκλα
που καμιά φορά γίνεται κουνιστή άλλοτε ηλεκτρική
και τα πόδια σου πιάνονται τόσο που δεν σηκώνεσαι

και αυτή τη φορά όταν θα με ρωτήσεις
ενώ δεν θα ακουστεί κιχ
απο τη χαραμάδα του ντουλαπιού που κρύβομαι
θα ανέβει μια φωνή απ' τα σπλάγχνα σου 
που ως τώρα πρήζει μόνο το στομάχι σου
και δεν θα πει
τίποτα τρομακτικό
τίποτα απειλητικό

δεν θα είναι ούτε οι φόβοι σου ούτε οι αρνήσεις σου
αλλά θα είναι κιόλας
τί να πω
τί να σου πω


θα ακουστεί πάντως better not get too comfortable
fuck me like a star treat me like a queen

και τότε τα πιασμένα σου πόδια
θα θέλουν να τρέξουν αλλά
θα μουδιάζεις μέχρι το κρανίο απο την ξαφνική ροή
και γω θα κάτσω στην καρέκλα μου
να ξεπιαστώ
στην ωραία σου κουζίνα
και θα με βλέπεις
όταν πας να φτιάξεις καφέ και να πιείς νερό

τί να πω
τί να σου πω
σκέψου τί θα λεγες εσύ.




Saturday, June 20, 2020

καυτός ύπνος μεσημεριανός

όταν τα σεντόνια καίνε
κλείνω το πατζούρι και τα μάτια
απλώνω καλά την οσφυική στο ύφασμα
χέρια χιαστί σε μισή αιώρηση
ακουμπισμένα στο μέτωπο
η πίεση ξεκουράζει το μυαλό

πυρακτώνονται και παραδίνομαι
ενώ ξέρω
πάλι θα έρθει η γροθιά στο στομάχι
πάλι θα λιώσω ώσπου να με σιχαθώ
αλλά θα υπάρχει αυτό το δευτερόλεπτο
που παραδίνομαι και για εκείνη τη στιγμή είμαι
ελεύθερη

ο ιδρώτας κυλά και αναρωτιέσαι που αρχίζει
και που τελειώνει το δέρμα το σεντόνι
ζέστη έξω πάγος μέσα
και
χάνομαιχανομαιχανομαι

και έρχεται αυτό το δευτερόλεπτο που 
δεν μετρά τίποτα
σηκώνεσαι και αντί το φως να είναι ευκρινές
σκοτοδίνη
“πέθανα” μουρμουρίζω
"και θέλω να ξαναπεθάνω”
σέρνοντας τα ταλαιπωρημένα πέλματα
προς το μιξερ

ίσως γι' αυτό λατρεύω την επιτάχυνση της έντασης γιατί
ασαφοποιούνται όλα και αυτό το δευτερόλεπτο παράδοσης
γιγαντώνεται όσο πλησιάζει

πού αρχίζει και που τελειώνει το σώμα
πού αρχίζει και που τελειώνει το τώρα

μάλλον εκεί που αρχίζει και τελειώνει
η αίσθηση
και η παλλαισθησία και η διακριτική αφή
ικανοποιούνται
επαρκώς και ιδιοπαθώς
όσο το θερμό-ψυχρό
ενσαρκώνονται στον καθρέφτη μου

Thursday, May 7, 2020

επίδομα ειδικού κόπου

γερασμένο μυαλό 
λεκκιασμένο δέρμα
μα σώμα άθικτο
τί τρυπώνει πιο βαθιά απ’ τον πόνο;
χέρια βιαστικά στην πλάτη μου
δάχτυλα αγχωμένα στο λαιμουδάκι
ο αυχένας και ο λαιμός μου στο πείραγμά σου
γίνονται λαιμουδάκι ‘ίου’

έχεις μουσούδα
και μπιμπερό και σαλιάρα
να τα φορέσω ή θα τα φορέσεις;
παίζουμε αεροπλανάκι δεν έχω φάει ούτε μπουκιά
απο τα πέντε μου
τρώει η μάνα και του παιδιού δε δίνει
εσύ πεινάς;


γειά σου γιέ μου, πείνασες;
και ξέρασε
και χέστηκε πάνω της
και τα 'φαγες


ένα πρησμένο στομάχι
πονεμένο
κι ένα κεφάλι ξεφτισμένο

αυτά παρέλαβα
και βρήκα εκεί
όαση
κι ήλπισα το 'εγώ-φαϊ' ποτέ  να μην είναι βαρύ
και τα χέρια μου πάντα απαλά και ήρεμα
υπομονετικά
να δροσίζουν έρημο.
       

Saturday, March 28, 2020

αφιέρωση γραμμένη σε ένα βιβλίο που ακόμα δεν έχει γραφτεί:

για τα κινητρά που δεν έχεις
για όσα όταν σου προσφέρω αρνείσαι

γιατί ο χάρτης των συναισθημάτων όσο μεγαλώνεις οφείλει να μην μαυρίζει
αλλά απο παιδικός άτλας και γνώση να γίνεται βίωμα τρισδιάστατο
για όσα ταξίδια μας θα μοιραστούμε
γιατί εγώ μένω σταθερή αλλά ανοιγοκλείνω
ενώ εσύ μισάνοιχτο πηγαινοέρχεσαι

γιατί την αδικία και τη γαλήνη μ' ανθρωπους μόνο έχεις να την μοιραστείς
για να χωρέσεις και να σε χωρέσει αυτός ο κόσμος

θα σε συγχωρέσω όταν σε χωρέσω
και θα σε χωρέσω όταν σε συγχωρέσεις

πριν σε γνωρίσω, έγραψα πως θελω να κλαίω μέχρι ο κόσμος να ομορφύνει 
δεν κύλησε ούτε δάκρυ

πολλά
    πολλά
             πολλά δάκρυα μετά
έχουμε γνωριστεί
κι ο κόσμος έχει               
                                _ .    





-προς το καλό; ψέλισσε
-προς το καλό, χαμογέλασα και βούρκωσα.



lastnightofthispainlastnightofthispainlast-night-of-this-pain,
this is how we got that strange.

Monday, March 2, 2020

τί δεν κατάλαβες ακόμα

οι λέξεις δεν νικήθηκαν ποτέ απο λέξεις
είναι αυτές οι εκφράσεις που μισείς
που χτυπάνε σε κάθε αρχή και την κάνουν τέλος

γυρίζω πίσω και θυμάμαι 
θλίψη μέσα άγχος έξω
να μην θέλω ποτέ να μάθεις όλα αυτά αλλά
πώς να μάθεις εμένα χωρίς τα όλα;
θυμός μέσα φόβος έξω
μμ
φόβος μέσα θυμός έξω
να μην πρέπει ποτέ να μάθεις όλα αυτά αλλά
πώς να έρθεις σε μένα χωρίς τα όσα;

οι σκέψεις παραδόξως νικήθηκαν απο σκέψεις
όταν αποφάσισα να_
βλέπεις τα όσα και τα όλα
και όλα όσα
είναι πολύ κλισέ
όσο κι αν το αρνούμαστε
για χάρη των φετίχ μας

μα η θάλασσα ποτέ δεν πόνεσε απ’ το βράχο
ούτε η φωτιά απ' το σίδερο
κοιτάς εκεί που σκάει το κύμα
με ρωτάς αν τελειώνει το απέραντο
γελώντας μ’ ειρωνία
και σου λέω αν αρχίζει τελειώνει
και με ρωτάς πότε ήταν η αρχή
και σου λέω
μα αν υπήρχε βλάκα θα 'χα και το τέλος
τί δεν κατάλαβες ακόμα

Monday, February 3, 2020

δεν είναι δα και τόσο λίγο

άλλα ήταν τα χρώματα ανατολικά κι άλλα δυτικά, την ίδια στιγμή στο ίδιο σπίτι, στον ίδιο ουρανό, στα ίδια μάτια
το ροζ έχει μια συστολή αλλά καμία αθωότητα
αθώο είναι το πράσινο που γέμισε τις πλαγιές χωρίς να νοιαστεί
και το μπλέ που όπου πέφτει το βλέμμα τ’ αντικρίζει
τα χρώματα αιχμής του ουρανού είανι τσιγκούνικα, ίσα να τα δεις και φεύγουν 
θέλουν την προσοχή σου ολόκληρη
και τους την δίνεις, πως θα μπορούσες άλλωστε να μην
και τα κρατάς εικόνες στο μυαλό σου και πλέκεις μ’ αυτά τα όνειρά σου
και σαν σε ρωτούν λες, 
"μ’αρέσει το κίτρινο του ήλιου" και σωπαίνεις,
μην σ’ ακούσουν τα χρώματα της αυγής πως τ’ αγαπάς
μην σ’ ακούσουν τα χρώματα του δειλλινού πως σε πλανεύουν,
"αφού όλη τη ζωή μου" λες, "μεσημέρι την θυμάμαι με μάτια πονεμένα
ή νύχτες παχιές,
δεν είναι η ζωή ούτε αυγή ούτε δειλλινό
μα ο ήλιος κάθε μέρα που είναι ολόιδιος"
και βγαίνεις στα κρυφά
να σκιτσάρεις κάθε μέρα τα απομεινάρια του φωτός
ή τα  πρώτα βήματά του
και δεν μαρτυράς  πως τ’ αγαπάς
γιατί κρατάνε λίγο*
γιατί είναι ομορφότερα και τα ζηλεύεις
γιατί είναι ξεχωριστά και δεν σου φτάνει η παλέτα σου να τα χωρέσεις
και μια ζωή να ‘χες δεν θα τα χόρταινες
"κι όμως” λες, 
"ο ήλιος ο κίτρινος που με καίει και μισοκλείνει τα μάτια μου
καλός είναι,
αρκεί να μην τρίζουν τα δόντια μου απ’ την παγωνιά,
ποια χρώματα, ποια όνειρα, ποια ζωή"

και κλείνεις τα πατζούρια κι ονειρεύεσαι
πως θα ζήσεις  την αυγή
και πως το δειλλινό θα σε γλυκάνει
σαν δε φοβάσαι πια να τ’ αγαπήσεις φανερά.



*να γοητεύεσαι τη μέρα δύο φορές, δεν είναι δα και τόσο λίγο