Monday, November 12, 2018

σασπενς

ο διάδρομος ήταν γεμάτος καθρέφτες
τελικά δεν ήταν διάδρομος
ήταν δωμάτιο
όχι, σάλα ολόκληρη
γεμάτη καθρέφτες 
και περπατούσα και έβλεπα ανθρώπους
σε κάθε καθρέφτη άλλον
μήπως τελικά ήταν παράθυρα;
όχι, πλησίαζα και ήμουν εγώ
αλλά απο μακριά όπως περνούσα ανάμεσα
ήταν φιγούρες γνωστές και άγνωστες
λιγότερο ή περισσότερο οικείες
κάποια στιγμή τον είδα φευγαλέα
κοντοστάθηκα και πλησίασα στον καθρέφτη
πλησίαζα αρκετά έβλεπα εμένα
με μια οικεία μεν αρκετά ασαφή δε αντανάκλαση
πλησίαζα κι άλλο η εικόνα θόλωνε απότομα
απομακρυνόμουν έβλεπα πάλι μια φιγούρα
την φιγούρα του
οικεία μεν ακατανόητη δε
απομακρύνθηκα κι άλλο, ο καθρέφτης καταλήφθηκε απο άλλες φιγούρες
ξαναπλησίασα τη φιγούρα του
έμεινα ακίνητη έγινε κάπως πιο σαφης
μετά πλησίασα κι άλλο
ένα βήμα 
η εικόνα άρχισε να γίνεται ενιαία 
ενθουσιάστηκα κι άλλο βήμα
κάπως βρέθηκα με γυρισμένη πλάτη να με κοιτάω απέναντι
τί σκατά
γύρισα πάλι επιτόπου
καμία φιγούρα
ένας άδειος καθρέφτης να αντανακλά
άπειρους καθρέφτες
τρόμαξα 
έβαλα τα κλάματα
άρχισα να σέρνω τα πόδια μου
καταπονημένη στην αίθουσα
τον ξανάδα
έμοιαζα πολύ πιο ζωντανή στην αντανάκλαση δίπλα του
βαρέθηκα να περιμένω
πλησίασα τόσο που σχεδόν κόλλησα τη μούρη μου
και όσο πλησίαζα
που νόμιζα πως το έκανα σε ένα δευτερόλεπτο
αλλά μάλλον κράτησε μια ζωή
έβλεπα εναλλαξ εμένα
αυτόν
εμένα 
αυτόν
εμένα όμορφη
αυτόν άσχημο
εμένα άρρωστη
αυτόν σίγουρο
εμένα φοβισμένη
αυτόν αβέβαιο
εμένα άσχημη
αυτόν όμορφο
εμένα σίγουρη
αυτόν άρρωστο
εμένα αβέβαιη
αυτόν φοβισμένο
και γω προχωρούσα
δεν είχα πια βήματα
μέχρι και η μύτη μου ήταν κολλημένη
πάνω στα λειασμένα φύλλα αργύρου
και είχε μείνει μόνο η πρόθεσή μου να προχωρά
και έκλεισα τα μάτια μου
για να πάψω να σκουντουφλώ στη μύτη μου
και όταν τα ξανάνοιξα
είχα έναν άνθρωπο μπροστά μου

του είπα
γιατί το στόμα σου είναι τόσο μεγάλο;
και αυτός τότε άνοιξε το στόμα του
και είδα μέσα του το είδωλό μου

(και τότε πια, ήμουν σίγουρη, πως δεν είναι ο παππούς μου)


του χαμογέλασα
και περίμενα.

Wednesday, November 7, 2018

ε γαμιέσαι

άνοιξε την πόρτα κι έμεινε να κρατά το χερούλι σαστισμένος,με το βλέμμα καρφωμένο στο μαύρο μάρμαρο χωρίς να βλέπει τίποτα πραγματικά. έμεινε εκεί, να παρατηρεί πως το μαύρο μάρμαρο, ενώνεται με το μπεζ πλακάκι. λίγο μετά άρχισε να κουνάει αργά αργά την πόρτα, κρύβοντας το μαύρο μάρμαρο και εμφανίζοντας το ξανά. έκλεισε την πόρτα και αναρωτήθηκε πρώτη φορά, μήπως όντως υπάρχει μια συνθήκη που δεν υπάρχει μαύρο μάρμαρο. άνοιξε την πόρτα και περπάτησε στο μαύρο, με την σκέψη του μπεζ. υπάρχει αυτή η συνθήκη που δεν υπάρχει το μαύρο μάρμαρο, μουρμούριζε και έτσι κατέβηκε έφτασε δύο τετράγωνα παραπάνω, χτύπησε την μαύρη πόρτα ενώ σκεφτόταν πως υπάρχει συνθήκη που δεν υπάρχει μαύρη πόρτα, προχώρησε στο διάδρομο με το μαύρο χαλί, ενώ υπενθύμιζε στον εαυτό του πως υπάρχει μια συνθήκη χωρίς μαύρο χαλί,  έφτασε στο κρεβάτι με τα μαύρα σεντόνια σίγουρος για την συνθήκη που δεν υπάρχουν μαύρα σεντόνια, τον είδε γυρισμένο πλάτη να κάθεται, τον πλησίασε και ένα βήμα μακριά του πάγωσε. πάγωσε και στεκόταν να κοιτά την μαύρη του μπλούζα. δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό του, για την συνθήκη που δεν υπάρχει μαύρη μπλούζα. με τίποτα. με τίποτα. καθόταν εκεί, ένα βήμα μακριά του. κάποια στιγμή, γύρισε τα μάτια του ανάποδα και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. ναι, άλλη μια συνθήκη που δεν υπάρχουν μαύρα μάτια. έκανε αυτό το βήμα, του έβγαλε την μπλούζα, την μαύρη μπλούζα και τότε
αυτός εξαφανίστηκε. 
ναι, υπήρχε μια συνθήκη χωρίς μαύρη μπλούζα
αλλά αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα μπεζ.