Monday, December 16, 2019

ενοικιαζόμενα ισόγεια


η υποχρεωτική βραδινή προσευχή εκείνα τα χρόνια της επιβαλλόμενης καταναγκαστικής ελευθερίας, ήταν το “δεν καταλαβαίνω τίποτα, απολύτως” με μάτια κλειστά σβήνοντας ένα τσιγάρο στο τασάκι δίπλα στο μαξιλάρι σκεπάζοντάς το με το πάπλωμα

όμως δεν έλεγαν προσευχή ποτέ

τελευταία φορά που είχαν μιλήσει με το θεό, ήταν τότε που του έκαναν κωλοδάχτυλο και απέμειναν  να κοιτάνε το δάχτυλο μέχρι που αυτό σάπισε 

ερωτεύτηκαν στα δεκαπέντε 

κατουρούσαν χέρι-χέρι στα σκουπίδια και όταν έκλαιγε τηςσκούπιζε τις μίξες με το γλειφιτζούρι του

η σχέση τους δεν ήταν ρούχο σκέτο κουρέλι
ψυχή στην ψυχή, πληγή στην πληγή
δεν είχες απο που να το μπαλώσεις 
ήταν ένα ύφασμα με τρύπες
κι όμως, ήταν κάτι

η κοπέλα μάζευε λεφτά 
πλήρωνε να μένει το αγόρι της μακριά
για να μην επιστρέψει και αναγκαστούν να χωρίσουν
δεν είχε άλλο τρόπο να τον προστατέψει 
απο το προτετελεσμένο αυτού του έρωτα

ζούσαν έναν έρωτα αδιάκοπο
σαν η ζωή να ‘χε διαρκώς αυτόν τον κοινό παράδρομο
μια παγερή όαση
η αγάπη έδειχνε το πιο σκληρό της πρόσωπο
διαρκώς παρούσα ποτέ ικανή

ένα μεσημέρι της τηλεφώνησε “τί ώρα θα βρεθούμε;” 
“δουλεύω”
“νόμιζα ότι κανονίσαμε!… θα το ονειρεύτηκα”

ερωτεύονταν κάθε μέρα
μέχρι αηδίας
εξαφανίζονταν επειδή δεν άντεχαν
αυτή γινόταν παιδί και είχε αγόρι
αυτός γινόταν σιωπή και είχε μουσική

αυτή είχε ταινίες και αυτός είχε μουσική
αυτή είχε μουσική μόνο εκεί
και αυτός ταινίες μόνο γι' αυτή

η μοναξιά είχε δύο
η ελπίδα κανένα
ο έρωτας;
είχε κλεψύδρα και φόβο
γιατί αν δεν περιοριζόταν
θα γινόταν ζωή

αν έκαναν ποτέ παιδί μαζί (πίστευαν πως) μόλις μάθαινε να περπατάει θα έπεφτε απο το μπαλκόνι 

νοίκιασαν ισόγειο
το παιδί έζησε

και έγινε ό,τι αγαπώ και δεν έχω

και ό,τι αγαπας και δεν έχεις

ό,τι αγαπά κανείς στη ζωή και δεν έχει

έγινε εσύ
έγινε εγώ
έγινε άνθρωπος.