Thursday, July 19, 2018

όλα φθηνά

'έχω προχωρήσει γενικά, ξέρεις απο τότε που τα λέγαμε, τί να εξηγώ’ ξεμπλέκω τα πόδια μου σηκώνομαι και φεύγω
γελάω κρυφά
λες και πήγα μπροστά
-απλά βαρέθηκα τη σκατομιζέρια και την κλάψα 
γαμώ, φτάνει!
φρικάραμε, πόσο πια;
γαμάει η κόλαση αρκεί να ‘χεις παρεά
να τη γλεντάς

η Κυψέλης είναι ένα ηλιοβασίλεμα απο μόνη της
την περπατώ κι ανατέλω
κόβω δεξιά στο πιο στενό στενό
παίρνω το δρόμο για το σπίτι που θα ‘θελα να ‘χα
ο κόσμος εκεί είναι βρωμερά γκρί
κόβω αριστερά να πετύχω το μπαλκόνι με τη βουκαμβίλια
ν΄ανοίξει το μάτι μου
τί ωραία που δε φοβάμαι πια όταν ξημερώνει
κοιτώ τον πρωινό ήλιο κατάματα
και κατηφορίζω τον πεζόδρομο
σχεδόν τρέχω να την  βρώ
αφήσαμε χθες τα πλάνα μας στη μέση
στο ‘όλα φθηνά’ 
στρίβω αριστερά
και τον πετυχαίνω στη γωνία να αγοράζει φανέλάκια πουά
“ο χειρότερος ρε” του χαμογελώ και φεύγω
“πού πας καλέ” μουρμουρίζει ντροπαλά κι αμήχανα
δεν απαντώ
έπρεπε να τον έχω φιλήσει
-κλάην,
έχω ήδη αργήσει
“τώρα δεν γυρίζω πίσω” μου επιβάλλομαι
και κουτουλάω πάνω της ευτυχισμένη
και πανηλίθια.

Wednesday, July 11, 2018

στην ταράτσα

σκέφτομαι πως,
να_
κάπως, μαζί μου θέλησες
και μαζί μου θες
πως
και γω
-μη λέω ψέματα,
ήθελα τόσο να πειστώ πως μπορώ
ήθελα τόσο να μπορέσω
-και μπόρεσα,

και κάπως γκουχ
όπως ουφ
όπως μιεχ
όπως θέλω
όπως γιατί
όπως μα εγώ...
όπως άραγε με μένα
και κυριότερα
όπως άραγε εσύ
τώρα κλαίς ή πονάς;
όπως σε φοβάμαι σε χέρια που ίσως να μη σε σέβονται
όπως δε φοβάμαι τα χέρια και πια είναι σαφές
φοβάμαι τις πληγές
γιατί είναι κρίμα
                         κρίμα
                                  κρίμα 
-κρίμα τί;
να σε αγαπώ τόσο πολύ
κι ακόμα να μη φτάνει.