'έχω προχωρήσει γενικά, ξέρεις απο τότε που τα λέγαμε, τί να εξηγώ’ ξεμπλέκω τα πόδια μου σηκώνομαι και φεύγω
γελάω κρυφά
λες και πήγα μπροστά
-απλά βαρέθηκα τη σκατομιζέρια και την κλάψα
γαμώ, φτάνει!
φρικάραμε, πόσο πια;
γαμάει η κόλαση αρκεί να ‘χεις παρεά
να τη γλεντάς
η Κυψέλης είναι ένα ηλιοβασίλεμα απο μόνη της
την περπατώ κι ανατέλω
κόβω δεξιά στο πιο στενό στενό
παίρνω το δρόμο για το σπίτι που θα ‘θελα να ‘χα
ο κόσμος εκεί είναι βρωμερά γκρί
κόβω αριστερά να πετύχω το μπαλκόνι με τη βουκαμβίλια
ν΄ανοίξει το μάτι μου
τί ωραία που δε φοβάμαι πια όταν ξημερώνει
κοιτώ τον πρωινό ήλιο κατάματα
και κατηφορίζω τον πεζόδρομο
σχεδόν τρέχω να την βρώ
αφήσαμε χθες τα πλάνα μας στη μέση
στο ‘όλα φθηνά’
στρίβω αριστερά
και τον πετυχαίνω στη γωνία να αγοράζει φανέλάκια πουά
“ο χειρότερος ρε” του χαμογελώ και φεύγω
“πού πας καλέ” μουρμουρίζει ντροπαλά κι αμήχανα
δεν απαντώ
έπρεπε να τον έχω φιλήσει
-κλάην,
έχω ήδη αργήσει
“τώρα δεν γυρίζω πίσω” μου επιβάλλομαι
και κουτουλάω πάνω της ευτυχισμένη
και πανηλίθια.
No comments:
Post a Comment