άνοιξε την πόρτα κι έμεινε να κρατά το χερούλι σαστισμένος,με το βλέμμα καρφωμένο στο μαύρο μάρμαρο χωρίς να βλέπει τίποτα πραγματικά. έμεινε εκεί, να παρατηρεί πως το μαύρο μάρμαρο, ενώνεται με το μπεζ πλακάκι. λίγο μετά άρχισε να κουνάει αργά αργά την πόρτα, κρύβοντας το μαύρο μάρμαρο και εμφανίζοντας το ξανά. έκλεισε την πόρτα και αναρωτήθηκε πρώτη φορά, μήπως όντως υπάρχει μια συνθήκη που δεν υπάρχει μαύρο μάρμαρο. άνοιξε την πόρτα και περπάτησε στο μαύρο, με την σκέψη του μπεζ. υπάρχει αυτή η συνθήκη που δεν υπάρχει το μαύρο μάρμαρο, μουρμούριζε και έτσι κατέβηκε έφτασε δύο τετράγωνα παραπάνω, χτύπησε την μαύρη πόρτα ενώ σκεφτόταν πως υπάρχει συνθήκη που δεν υπάρχει μαύρη πόρτα, προχώρησε στο διάδρομο με το μαύρο χαλί, ενώ υπενθύμιζε στον εαυτό του πως υπάρχει μια συνθήκη χωρίς μαύρο χαλί, έφτασε στο κρεβάτι με τα μαύρα σεντόνια σίγουρος για την συνθήκη που δεν υπάρχουν μαύρα σεντόνια, τον είδε γυρισμένο πλάτη να κάθεται, τον πλησίασε και ένα βήμα μακριά του πάγωσε. πάγωσε και στεκόταν να κοιτά την μαύρη του μπλούζα. δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό του, για την συνθήκη που δεν υπάρχει μαύρη μπλούζα. με τίποτα. με τίποτα. καθόταν εκεί, ένα βήμα μακριά του. κάποια στιγμή, γύρισε τα μάτια του ανάποδα και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. ναι, άλλη μια συνθήκη που δεν υπάρχουν μαύρα μάτια. έκανε αυτό το βήμα, του έβγαλε την μπλούζα, την μαύρη μπλούζα και τότε
αυτός εξαφανίστηκε.
ναι, υπήρχε μια συνθήκη χωρίς μαύρη μπλούζα
αλλά αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα μπεζ.
No comments:
Post a Comment