γερασμένο μυαλό
λεκκιασμένο δέρμα
μα σώμα άθικτο
τί τρυπώνει πιο βαθιά απ’ τον πόνο;
χέρια βιαστικά στην πλάτη μου
δάχτυλα αγχωμένα στο λαιμουδάκι
ο αυχένας και ο λαιμός μου στο πείραγμά σου
γίνονται λαιμουδάκι ‘ίου’
έχεις μουσούδα
και μπιμπερό και σαλιάρα
να τα φορέσω ή θα τα φορέσεις;
παίζουμε αεροπλανάκι δεν έχω φάει ούτε μπουκιά
απο τα πέντε μου
τρώει η μάνα και του παιδιού δε δίνει
εσύ πεινάς;
γειά σου γιέ μου, πείνασες;
και ξέρασε
και χέστηκε πάνω της
και τα 'φαγες
ένα πρησμένο στομάχι
πονεμένο
κι ένα κεφάλι ξεφτισμένο
αυτά παρέλαβα
και βρήκα εκεί
όαση
κι ήλπισα το 'εγώ-φαϊ' ποτέ να μην είναι βαρύ
και τα χέρια μου πάντα απαλά και ήρεμα
υπομονετικά
να δροσίζουν έρημο.
αυτά παρέλαβα
και βρήκα εκεί
όαση
κι ήλπισα το 'εγώ-φαϊ' ποτέ να μην είναι βαρύ
και τα χέρια μου πάντα απαλά και ήρεμα
υπομονετικά
να δροσίζουν έρημο.